- χρυσόλοφος
- χρυσό-λοφος, ον,A with golden crest, B.Scol.Oxy.2081 (e)Fr.5.7;
δράκοντες Hsch.
; fem. χρυσολόφᾱ in Ar.Lys.344 (lyr.) as epith. of Athena.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δράκοντες Hsch.
; fem. χρυσολόφᾱ in Ar.Lys.344 (lyr.) as epith. of Athena.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσόλοφος — ο / χρυσόλοφος, ον, ΝΑ, θηλ. και χρυσολόφα Α νεοελλ. ζωολ. γένος πτηνών με πολύχρωμα λοφία αρχ. 1. αυτός που έχει χρυσό λοφίο 2. (το θηλ. στον τ. χρυσολόφα) προσωνυμία τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + λόφος (< λόφος «λοφίο»), πρβλ. χαλκό… … Dictionary of Greek
χρυσολόφου — χρυσόλοφος with golden crest masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσολόφους — χρυσόλοφος with golden crest masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόλοφοι — χρυσόλοφος with golden crest masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek